ακαρύκευτος

ακαρύκευτος
-η, -ο (Μ ἀκαρύκευτος, -ον) [καρυκεύω]
1. αυτός που δεν έχει καρυκεύματα (για φαγητά που δεν έχουν μπαχαρικά και μυρωδικά)
2. μτφ. ο άνοστος, ο στεγνός: «λόγος ἀκαρύκευτος».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακαρύκευτος — η, ο χωρίς καρυκεύματα: Τα ακαρύκευτα φαγητά δεν είναι νόστιμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάρτυτος — η, ο (Α ἀνάρτυτος, ον) [αρτύω] (για φαγητό) αυτός που δεν περιέχει καρυκεύματα, ακαρύκευτος, άνοστος νεοελλ. 1. (για φαγητό) νηστήσιμος 2. (για ανθρώπους) αυτός που δεν αρτύθηκε, που νήστευσε σε περίοδο νηστείας …   Dictionary of Greek

  • ανάρτυτος — η, ο ακαρύκευτος, ανάλαδος· αυτός που δεν έφαγε φαγητά απαγορευόμενα στη νηστεία: Όλη τη Μ. Σαρακοστή την πέρασε ανάρτυτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”